- προσδοκητικός
- -ή, -ό, Ναυτός που αναφέρεται στην προσδοκία, στην αναμονή («προσδοκητική αγωγή» — ιατρική μέθοδος κατά την οποία αναμένεται η φυσική εξέλιξη τής νόσου με την απλή και μόνο παρακολούθηση τού ιατρού).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσδοκῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.